- κήρινα
- κήρινοςwaxenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κηρίνας — κηρίνᾱς , κήρινος waxen fem acc pl κηρίνᾱς , κήρινος waxen fem gen sg (doric aeolic) κηρίνᾱς , κηρίνη plaster fem acc pl κηρίνᾱς , κηρίνη plaster fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίναι — κηρίνᾱͅ , κήρινος waxen fem dat sg (doric aeolic) κηρίνᾱͅ , κηρίνη plaster fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρίναν — κηρίνᾱν , κήρινος waxen fem acc sg (doric aeolic) κηρίνᾱν , κηρίνη plaster fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek